Читать «Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения» онлайн - страница 43

Ю. Чорногор

* * *

Πελάτισσα (покупательница): Μπορεί αυτό το γούνινο παλτό να φορεθεί στη βροχή χωρίς να χαλάσει (можно это меховое пальто носить в дождь, чтобы не испортить; φοράω; φοριέμαι);

Γουναράς (продавец шуб; η γούνα – мех; шуба): Μα, κυρία μου, είδατε ποτέ κανένα ζώο να κρατάει ομπρέλα (а, сударыня моя, вы когда-нибудь видели животное с зонтиком: «держащее зонтик»; βλέπω; το ζώο; κρατάω);

Πελάτισσα: Μπορεί αυτό το γούνινο παλτό να φορεθεί στη βροχή χωρίς να χαλάσει;

Γουναράς: Μα, κυρία μου, είδατε ποτέ κανένα ζώο να κρατάει ομπρέλα;

* * *

– Πελάτης (клиент): Έλα εδώ γκαρσόν (иди сюда, официант)! Υπάρχει ένα αποτσίγαρο στην σούπα μου (тут: «имеется» окурок в моем супе; το αποτσίγαρο; η σούπα)!

– Γκαρσόν (официант): Ω συγνώμη (о, извините)! Πάω να φέρω αμέσως ένα τασάκι (пойду, принесу сейчас же пепельницу; πηγαίνω; φέρνω; το τασάκι)!

– Πελάτης: Έλα εδώ γκαρσόν! Υπάρχει ένα αποτσίγαρο στην σούπα μου!

– Γκαρσόν: Ω συγνώμη! Πάω να φέρω αμέσως ένα τασάκι!

* * *

Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας ήταν πυροσβέστες (Йорикас и Костикас были пожарными; ο πυροσβέστης).

Έπιασε φωτιά ένα σχολείο (загорелась: «взяла огонь» школа; πιάνω – брать, хватать; η φωτιά – пламя, огонь; пожар) και τρέχουν για να σώσουν τα παιδιά (и /они/ бегут, чтобы спасти детей; τρέχω; σώζω). Το σχολείο ήταν πολυεθνικό, είχε κινεζάκια, μαυράκια κλπ. (школа была многонациональной, имелись = там учились китайцы, негры и т. д.; είμαι; έχω; εθνικός – национальный, народный /ср. этнический/; μαύρος – черный).

Ανεβαίνει ο Γιωρίκας πάνω στην αίθουσα που ήταν τα παιδάκια (поднимается Йорикас наверх в зал, где были дети; το παιδί – ребенок; -άκι – уменьшит. суффикс) και ο Κωστίκας από κάτω κρατάει το «σεντόνι» (а Костикас внизу держит простыню) για να πέφτουν τα παιδιά ένα-ένα (чтобы дети падали по одному; πέφτω).

Αρχικά ρίχνει ο Γιωρίκας ένα μαυράκι (сначала бросает Йорикас негритенка), το βλέπει ο Κωστίκας, τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται το παιδάκι (его видит Костикас, тянет = убирает простыню, убивается ребенок). Μετά ξαναρίχνει ο Γιωρίκας ενα μαυράκι (потом снова бросает Йорикас негритенка; ξανα– – /прист./ снова, опять), το βλέπει ο Κωστίκας, τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται κ'αυτό το παιδάκι (видит его Костикас, оттаскивает простыню, убивается и этот ребенок).

Ρίχνει άλλα 3-4 μαυράκια και γίνεται το ίδιο (бросает еще 3–4 негритят и случается то же самое) οπότε λέει ο Κωστίκας (и тогда говорит Костикас) «Ρε Γιωρίκα, ρίχνε τα καλά ρε, όχι τα καμένα (слышь, Йорикас, бросай нормальных: «хороших», а не горелых; καμένος – горелый, жженый; καίω – жечь, сжигать; гореть)…»

Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας ήταν πυροσβέστες.

Έπιασε φωτιά ένα σχολείο και τρέχουν για να σώσουν τα παιδιά. Το σχολείο ήταν πολύ εθνικό, είχε κινεζάκια, μαυράκια κλπ.

Ανεβαίνει ο Γιωρίκας πάνω στην αίθουσα που ήταν τα παιδάκια και ο Κωστίκας από κάτω κρατάει το «σεντόνι» για να πέφτουν τα παιδιά ένα-ένα.

Αρχικά ρίχνει ο Γιωρίκας ένα μαυράκι, το βλέπει ο Κωστίκας τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται το παιδάκι. Μετά ξαναρίχνει ο Γιωρίκας ενα μαυράκι, το βλέπει ο Κωστίκας τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται κ'αυτό το παιδάκι.

Ρίχνει άλλα 3-4 μαυράκια και γίνεται το ίδιο οπότε λέει ο Κωστίκας «Ρε Γιωρίκα, ρίχνε τα καλά ρε, όχι τα καμένα…»