Читать «Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения» онлайн - страница 41

Ю. Чорногор

Πάει ένας άνδρας στον ψυχίατρο και τον ρωτάει:

– Γιατρέ, πώς μπορώ να καταλάβω αν ένας άνθρωπος είναι τρελός;

– Κοίτα, λέει ο ψυχίατρος. Για παράδειγμα γεμίζουμε μια μπανιέρα με νερό. Δίνουμε στον άνθρωπο ένα κουταλάκι, ένα φλιτζάνι και έναν κουβά και του ζητάμε να αδειάσει την μπανιέρα…

– Α, κατάλαβα. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα έπαιρνε τον κουβά.

– Όχι, ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα τραβούσε την τάπα της μπανιέρας. Θέλετε κρεβάτι δίπλα σε παράθυρο;

* * *

Ο Κωστίκας κάθεται έξω από το σπίτι του και παίζει με μια μπάλα (Костикас сидит возле: «вне» своего дома и играет с мячом; κάθομαι).

Περνάει το σκουπιδιάρικο και τον ρωτάνε (проезжает мусоровоз и его спрашивают):

– Έχετε σκουπίδια (есть мусор);

– Μισό λεπτό να ρωτήσω, λέει ο Κωστίκας (минутку: «половина минуты», /сейчас/ спрошу, говорит Костикас; το λεπτό – лепта /монета/; минута; ρωτάω).

Μπαίνει στο σπίτι και βρίσκει την μάνα του (заходит в дом и находит свою маму; βρίσκω):

– Μαμά, έχουμε σκουπίδια (мама, у нас есть: «имеем» мусор);

– Έχουμε παιδί μου (есть, детка).

Βγαίνει ο Κωστίκας πάλι έξω (выходит Костикас снова на улицу: «наружу») και κάνει νόημα στο σκουπιδιάρικο (и кивает /в сторону/ мусоровоза; το νόημα – смысл, значение; знак; κάνω νόημα σε κπ. – делать знак кому-л., кивать, манить).

– Δεν θέλουμε σκουπίδια (нам не нужен: «не хотим» мусор). Έχουμε (у нас есть)!

Ο Κωστίκας κάθεται έξω από το σπίτι του και παίζει με μια μπάλα.

Περνάει το σκουπιδιάρικο και τον ρωτάνε:

– Έχετε σκουπίδια;

– Μισό λεπτό να ρωτήσω, λέει ο Κωστίκας.

Μπαίνει στο σπίτι και βρίσκει την μάνα του:

– Μαμά, έχουμε σκουπίδια;

– Έχουμε παιδί μου.

Βγαίνει ο Κωστίκας πάλι έξω και κάνει νόημα στο σκουπιδιάρικο.

– Δεν θέλουμε σκουπίδια. Έχουμε!

* * *

Ένας κύριος βλέπει μια πολύ όμορφη γυναίκα και της λέει (один человек видит очень красивую женщину и ей говорит; βλέπω; λέγω):

«Αχ πόσο θα ήθελα να ήμουν τη θέση του άντρα σας (ах, как бы /мне/ хотелось быть на месте вашего мужа; θέλω; είμαι; η θέση – место; положение, состояние; ο άντρας – мужчина; муж, супруг)

Κι εκείνη του απαντά (а та ему отвечает; απαντάω): «Δεν θα σας το συνιστούσα (я бы вам этого не пожелала: «не посоветовала»; συνιστάω – создавать, образовывать; рекомендовать, советовать). Ξέρετε είμαι χήρα (знаете, я – вдова; ξέρω)!

Ένας κύριος βλέπει μια πολύ όμορφη γυναίκα και της λέει:

«Αχ πόσο θα ήθελα να ήμουν τη θέση του άντρα σας!»

Κι εκείνη του απαντά: «Δεν θα σας το συνιστούσα. Ξέρετε είμαι χήρα!

* * *

Ο Κωστάκης ανεβαίνει πάνω σε μια καρέκλα για να κουρδίσει το ρολόι του τοίχου (Костакис встает: «поднимается» на стул, чтобы завести настенные часы; κουρδίζω; ο τοίχος).

– Καλά θα κάνεις να βάλεις μια εφημερίδα στην καρέκλα (хорошо бы ты положил: «хорошо сделаешь, /если/ положишь» газетку на стул; βάζω), του λέει η μητέρα του (говорит ему его мать).

– Μπα, φτάνω και έτσι (да ну, я и так достану; φτάνω – приходить, прибывать; быть достаточным, хватать; дотягиваться, доставать до чего-либо).