Читать «Греческие народные сказки и легенды» онлайн - страница 9

Автор неизвестен

Την άλλη μέρα (на следующий день), ο βασιλιάς πήρε το άλογο του (царь взял коня его = своего) κι έφυγε κρυφά (и уехал тайно) να πάει να πάρει (чтобы пойти взять) το θησαυρό του Δράκου (сокровище Дракона). Σαν έφτασε στο ποτάμι (когда достиг реки), τον έβαλε ο βαρκάρης στη βάρκα (его посадил лодочник в лодку) μα, μόλις έφτασαν στην αντίπερα όχθη (но, как только достигли противоположного берега), ο βαρκάρης πρόλαβε (лодочник опередил) και κατέβηκε πρώτος (и соскочил первый; κατεβαίνω – сходить, спускаться; выходить /из транспорта/) και φώναξε (и закричал):

– Τώρα εσύ θα είσαι ο βαρκάρης (теперь ты будешь лодочником).

Την άλλη μέρα, ο βασιλιάς πήρε το άλογο του κι έφυγε κρυφά να πάει να πάρει το θησαυρό του Δράκου. Σαν έφτασε στο ποτάμι, τον έβαλε ο βαρκάρης στη βάρκα μα, μόλις έφτασαν στην αντίπερα όχθη, ο βαρκάρης πρόλαβε και κατέβηκε πρώτος και φώναξε:

– Τώρα εσύ θα είσαι ο βαρκάρης.

Κι έτσι ο βασιλιάς έμεινε (и так царь остался; μένω) δεμένος με τη βάρκα (связанный с лодкой) για όλα του τα χρόνια (на все его годы = на всю жизнь). Και το παλικάρι έγινε βασιλιάς αληθινός (и мόлодец стал царём истинным), άξιος κι αγαπητός (достойным и любимым) κι έζησαν όλοι καλά (и жили все хорошо) κι εμείς καλύτερα (и мы ещё лучше).

Κι έτσι ο βασιλιάς έμεινε δεμένος με τη βάρκα για όλα του τα χρόνια. Και το παλικάρι έγινε βασιλιάς αληθινός, άξιος κι αγαπητός κι έζησαν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα.

Η γυναίκα του σκύλου. (Жена пса)

Μία φορά κι έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), σε μια χώρα μακρινή (в стране далёкой), ζούσε ένας βασιλιάς με μια βασίλισσα (жил царь с царицей) που είχαν τρεις πανέμορφες θυγατέρες (которые имели трёх прекраснейших дочерей).

Σαν μεγαλώσανε (когда /дочери/ выросли) κι ήρθε ο καιρός να παντρευτούνε (и пришло время, чтобы выходили замуж), οι γονείς τους (родители их) ψάχνανε να βρούνε (искали, чтобы найти) να τους δώσουνε για γαμπρούς τα καλύτερα παλικάρια (чтобы им дать в женихи самых красивых мόлодцев). Εκείνο τον καιρό (в то время) αποφάσιζαν οι γονείς (решали родители) για την τύχη των παιδιών τους (о судьбе детей своих).

Μία φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας βασιλιάς με μια βασίλισσα που είχαν τρεις πανέμορφες θυγατέρες.

Σαν μεγαλώσανε κι ήρθε ο καιρός να παντρευτούνε, οι γονιοί τους ψάχνανε να βρούνε να τους δώσουνε για γαμπρούς τα καλύτερα παλικάρια. Εκείνο τον καιρό αποφάσιζαν οι γονείς για την τύχη των παιδιών τους.

Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει (думали отсюда, думали оттуда = думали и так и сяк), ώσπου η βασίλισσα λέει του βασιλιά (до тех пор, пока царица говорит царю = пока царица не сказала царю):

– Ξέρεις τι να κάνουμε; (Знаешь, что /мы/ сделаем?) Να φτιάξουμε μια μεγάλη ζωγραφιά των κοριτσιών (давай сделаем большой портрет девушек) και να τη βάλουμε στην ακροθαλασσιά (и его положим на морском берегу; το άκρο – край; η θάλασσα – море). Καθώς (когда) θα περνούνε από κει (будут отправляться оттуда) πολλοί ξένοι με τα καράβια (многие чужестранцы с кораблями), θα βλέπουν τις αρχοντοπούλες (увидят девушек; το αρχοντόπουλο – ребёнок знатных/ богатых родителей), κάποια θα τους αρέσει (какая-нибудь им понравится) και θα μας την παντρευτεί (и нам на ней поженится).