Читать «Греческие народные сказки и легенды» онлайн - страница 11
Автор неизвестен
– Εγώ πρέπει να φύγω τώρα για δουλειές μου, λέει ο πατέρας. Θα μείνει ο γιος μου να κανονίσετε για το γάμο.
Έτσι και γίνηκε (так и случилось). Άρχισαν τις ετοιμασίες (начали приготовления; έτοιμος – готовый). Φτιάξανε της νύφης το καλύτερο νυφικό (сделали невесте лучшее свадебное платье), το βασιλικό (царское), που ήταν όλο κεντημένο με διαμάντια και πετράδια (которое было всё расшитое алмазами и драгоценными камнями; κεντώ – вышивать), και ορίσανε την ημέρα του γάμου (и назначили день свадьбы; ορίζω – назначать, определять, устанавливать; το όριο – предел, граница, рубеж) για να πάνε να στεφανωθούνε (чтобы /они/ пошли чтобы обвенчались; ο στέφανος – венок; το στέφανο – брачный венец).
Έτσι και γίνηκε. Άρχισαν τις ετοιμασίες. Φτιάξανε της νύφης το καλύτερο νυφικό, το βασιλικό, που ήταν όλο κεντημένο με διαμάντια και πετράδια, και ορίσανε την ημέρα του γάμου για να πάνε να στεφανωθούνε.
Το παλάτι είχε (дворец имел = во дворце была) από την μπροστινή του τη μεριά (с передней его части) μια πολύ ψηλή, διπλή μαρμαρένια σκάλα (очень высокая, двойная мраморная лестница).
Τη στιγμή που ανέβαινε το βασιλόπουλο (в /тот/ момент, когда поднимался царевич), για να πάει να πάρει τη νύφη (чтобы пойти взять невесту), πετιέται ένα μακρύ χέρι (появляется большая рука; πετιέμαι – бросаться; вылезать; вскакивать; выбегать) από τη μέση της σκάλας (из середины лестницы), του φράζει το δρόμο (ему преграждает дорогу) και μια δυνατή φωνή τον διατάζει (и громкий голос ему приказывает):
– Στάσου (стой)! Την πρώτη πήρες (первую взял /в жёны/), δευτέρα μην αφήσεις (вторую не оставляй), του σκύλου τη γυναίκα (собаки жену) μη σκύψεις και φιλήσεις (не склони и /не/ поцелуй), αν την πάρεις και σκότωσα σε (если её возьмёшь /в жёны/ и убил тебя = если возьмёшь её в жёны, я убью тебя)!
Το παλάτι είχε από την μπροστινή του τη μεριά μια πολύ ψηλή, διπλή μαρμαρένια σκάλα.
Τη στιγμή που ανέβαινε το βασιλόπουλο, για να πάει να πάρει τη νύφη, πετιέται ένα μακρύ χέρι από τη μέση της σκάλας, του φράζει το δρόμο και μια δυνατή φωνή τον διατάζει:
– Στάσου! Την πρώτη πήρες, δευτέρα μην αφήσεις, του σκύλου τη γυναίκα μη σκύψεις και φιλήσεις, αν την πάρεις και σκότωσα σε!
Τα χάνει το βασιλόπουλο (теряется царевич; "τα μυαλά χάνει" – разум теряет), χλομιάζει (бледнеет), κοπήκανε τα γόνατα του (подкосились колени его; κόβομαι – истощаться, иссякать), δεν μπορούσε ν' ανεβεί τη σκάλα (не мог подняться по лестнице), τον ανεβάσανε οι αυλικοί και οι υπασπιστές του (его подняли /по лестнице/ придворные и прислужники его; η αυλή – двор) σηκωτό (на руках; σηκωτός – поднятый на руки, носимый на руках; σηκώνω – поднимать, держать). Καταταραγμένος λέει σε γονείς και προσκαλεσμένους (перепуганный, говорит /он/ родителям и приглашённым), που περίμεναν να γίνει ο γάμος (которые ждали, чтобы состоялась свадьба):
– Δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος (не может состояться эта свадьба). Σας παρακαλώ (вас прошу) να μου δώσετε τη δεύτερη θυγατέρα σας (чтобы /вы/ мне дали вторую дочь вашу), την πρώτη δεν μπορώ να τη στεφανωθώ… (с первой не могу с ней обвенчаться = с первой я обвенчаться не могу)