Читать «Греческие народные сказки и легенды» онлайн - страница 4
Автор неизвестен
Τον λυπήθηκε η γριά (его пожалела старуха), τον έκρυψε στην καταπακτή (его спрятала в люк; κρύβω) και σε λίγο (и через некоторое /время/) ήρθαν οι σαράντα κλέφτες (пришли сорок воров; έρχομαι).
– Λέγε, γριά (говори, старуха), ποιον κρύβεις μέσα (кого прячешь внутри), της είπαν (ей сказали). Είδαμε τα χνάρια (/мы/ видели следы) ως την πόρτα μας (около двери нашей).
– Εδώ ζουν οι σαράντα κλέφτες. Φύγε, το καλό που σου θέλω, του λέει η γριά.
– Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Φτωχός είμαι, λεφτά δεν έχω. Μόνο ένα γράμμα κουβαλάω. Άσε με να κοιμηθώ μέσα, να χαρείς.
Τον λυπήθηκε η γριά, τον έκρυψε στην καταπακτή και σε λίγο ήρθαν οι σαράντα κλέφτες.
– Λέγε, γριά, ποιον κρύβεις μέσα, της είπαν. Είδαμε τα χνάρια ως την πόρτα μας.
Τους είπε, λοιπόν (им /рас/сказала, итак), η γριά την ιστορία (старуха историю) με το νι και με το σίγμα (с "ни" и с "сигмой" [буквы греческого алфавита] = целиком, без утайки).
– Το γράμμα, γρήγορα το γράμμα (письмо, быстро письмо), είπαν με μια φωνή οι κλέφτες (сказали в один голос воры). Η γριά έψαξε (старуха поискала; ψάχνω), βρήκε το γράμμα (нашла письмо; βρίσκω) και τους το έδωσε (и им его дала; δίνω). «Βασίλισσα (царица), το παιδί που θα σου φέρει το γράμμα (юношу, который тебе принесёт письмо), να διατάξεις (прикажи) να το σκοτώσουν αμέσως (чтобы его убили тотчас)!» έλεγε το γράμμα (говорило письмо = говорилось в письме).
Τους είπε, λοιπόν, η γριά την ιστορία με το νι και με το σίγμα.
– Το γράμμα, γρήγορα το γράμμα, είπαν με μια φωνή οι κλέφτες. Η γριά έψαξε, βρήκε το γράμμα και τους το έδωσε. «Βασίλισσα, το παιδί που θα σου φέρει το γράμμα, να διατάξεις να το σκοτώσουν αμέσως!» έλεγε το γράμμα.
Οι σαράντα κλέφτες (сорок воров), που δε χώνευαν το βασιλιά (которые не переваривали царя; χώνευω – переваривать пищу; перен. переваривать, терпеть, переносить) γιατί τους κυνηγούσε (потому что /он/ на них охотился), πήραν κι έγραψαν (взяли и написали; παίρνω, γράφω): «Βασίλισσα (царица), το παιδί που θα σου φέρει το γράμμα (юношу, который тебе принесёт письмо) να το παντρέψεις αμέσως (его пожени немедленно) με την κόρη μας (с нашей дочерью).»
Σαν ξημέρωσε (когда рассвело) και ξύπνησε το παλικάρι (и проснулся парень), πήρε την ευχή της γριάς (получил благословение старухи) και ξεκίνησε (и отправился /в путь/).
Οι σαράντα κλέφτες, που δε χώνευαν το βασιλιά γιατί τους κυνηγούσε, πήραν κι έγραψαν: «Βασίλισσα, το παιδί που θα σου φέρει το γράμμα να το παντρέψεις αμέσως με την κόρη μας.»
Σαν ξημέρωσε και ξύπνησε το παλικάρι, πήρε την ευχή της γριάς και ξεκίνησε.
Το σούρουπο (в сумерках) έφτασε στο παλάτι (прибыл во дворец) κι έδωσε το γράμμα στη βασίλισσα (и дал письмо царице). Εκείνη (та /царица/) το διάβασε (его прочла) κι αμέσως πήρε το παλικάρι (и тотчас взяла молодца) και το πάντρεψε με την κόρη τους (и его поженила с дочерью их). Πάνω στις τρεις μέρες (через три дня) να σου κι ο βασιλιάς (вот тебе и царь) από μακριά (издалека), με τους καβαλλάρηδες (с всадниками) να γυρνούν από το κυνήγι (возвращаются с охоты). Βγαίνει κι η βασίλισσα (приходит и царица) με τα νιόπαντρα (с новобрачными) να τους καλωσορίσει (чтобы их поприветствовать; ср.: καλωσόρισες – добро пожаловать). Σαν τους είδε ο βασιλιάς (когда их увидел царь), τα έχασε (растерялся; досл.: "это потерял", имеется в виду "τα μυαλά έχασε" – разум потерял). Την παίρνει παράμερα (отвёл её в сторонку: "её берёт в сторонку") και της λέει (и ей говорит):