Читать «Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения» онлайн - страница 10

Ю. Чорногор

* * *

Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο (спрашивает ребенок учителя):

– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε (раз земля вращается, как вы говорите), γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα (почему не падают верх ногами люди, когда земля повернута верх ногами; το πόδι – нога; ανάποδα – верх ногами);

– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας (не падают, потому что их держит закон притяжения; πέφτω; κρατάω).

– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν (а до того, как был принят этот закон, как они держались; ψηφίζω – голосовать; ψηφίζομαι – быть одобренным /о законопроекте/; κρατιέμαι);

Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο:

– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε, γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα;

– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας.

– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν;

* * *

Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη (однажды в классе говорит учительница Тасулису):

– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι (я читаю, ты читаешь, что это за время?);

– Χαμένος (потерянное; χάνω – терять)!

Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη:

– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι;

– Χαμένος!

* * *

Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του (разгневанный ребенок говорит своему другу; εξαγριώνομαι):

– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα (твой пес съел у меня все сосиски; το λουκάνικο; τρώω)!

– Καλά που μου το είπες (хорошо, что ты мне сказал; λέω), για να μη του δώσω τίποτε άλλο (чтоб я не давал ему ничего больше; δίνω) και βαρυστομαχιάσει (и у него не случилось бы несварения; βαρυστομαχιάζω; βαρύς – тяжелый; το στομάχι – желудок)!

Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του

– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα!

– Καλά που μου το είπες, για να μη του δώσω τίποτε άλλο και βαρυστομαχιάσει!

* * *

Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν (два маленьких ребенка болтают):

– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς (скажи мне, Костакис, когда вырастешь, ты на мне женишься; μεγαλώνω – расти, вырастать; становиться взрослым /от прил. μεγάλος – большой/; παντρεύομαι);

– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει (нет, не получится: «не может случиться»; γίνομαι – становиться, делаться; становиться возможным). Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους (знаешь, у нас все женятся на родственниках). Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου (папа мой женился на моей маме), ο παππούς μου τη γιαγιά μου (дедушка на бабушке), ο θείος τη θεία μου (дядя на тете)…

Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν:

– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς;

– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει. Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους. Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου, ο παππούς μου τη γιαγιά μου, ο θείος τη θεία μου…

* * *

Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι (две бабушки обсуждают своих супругов за чашкой чая: «когда пьют чай»):

– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του (надеюсь, Фанасис прекратит грызть ногти; σταματάω; φάω), λέει η μία (говорит одна).