Читать «Греческие народные сказки и легенды» онлайн - страница 108

Автор неизвестен

Δε σε καταλαβαίνω, ξένε (/я/ тебя не понимаю, чужестранец). Όμως αυτά που είπες (однако то, что говоришь) κάτι μου θύμισαν απ' τα παλιά (что-то мне напомнило из давних /времён/), απόρησε ο άρχοντας (удивился богач; απορώ – удивляться, недоумевать).

Πήρες κάποτε ένα μπαστούνι σκαλιστό (получил /ты/ некогда трость резную), με χρυσή λαβή (с золотой рукояткой), που μόνο στα δικά σου χέρια στάθηκε ακίνητο (которая только в твоих руках остановилась неподвижно) και το κράτησες; (и её взял?) τον ρώτησε ο Διαμαντής (его спросил Диамантис).

Ώρα καλή, άρχοντα μου, του είπε.

Ώρα καλή και σ' εσένα, ξένε, αποκρίθηκε ο άρχοντας.

Άργησα πολύ να γυρίσω γιατί ήθελα να έχω κι αυτό – έδειξε το κεφάλι του – και τούτο – έδειξε την τσέπη του.

Δε σε καταλαβαίνω, ξένε. Όμως αυτά που είπες κάτι μου θύμισαν απ' τα παλιά, απόρησε ο άρχοντας.

Πήρες κάποτε ένα μπαστούνι σκαλιστό, με χρυσή λαβή, που μόνο στα δικά σου χέρια στάθηκε ακίνητο και το κράτησες; τον ρώτησε ο Διαμαντής.

Πήρα, μα εσύ πώς το ξέρεις; (получил, но ты как это знаешь?) Ποιος είσαι και μιλάς έτσι παράξενα; (кто /ты/ и говоришь так странно?) Τότε ο Διαμαντής πλησίασε (тогда Диамантис приблизился), πήρε το μπαστούνι και το άνοιξε (взял трость и её открыл). Έβγαλε από μέσα τις εκατό λίρες (извлёк из середины её сто лир) και τις έδωσε στον άρχοντα (и их дал богачу).

– Με γνώρισες τώρα, άρχοντα μου; (меня узнал теперь, богач мой?) Εγώ το χρέος μου σε το γύρισα στην ώρα μου (я долг мой тебе вернул в час мой = в срок) κι ας έλεγες εσύ πως έχασες τις λίρες σου (и пусть говорил ты, что потерял лиры твои). Με τις εκατό λίρες που μου δάνεισες (со ста лирами, которые /ты/ мне одолжил) έβγαλα θησαυρό ολάκερο (добыл /я/ сокровище огромное). Και με το θησαυρό έβγαλα κι άλλα κι άλλα (и с сокровищем сделал и другие и другие /деньги/) κι έγινα πιο πλούσιος κι από σένα (и стал более богатым и по сравнению с тобой). Γιατί είχα κι απ' αυτό – μυαλό (потому что имел и здесь – разум) – κι από τούτο – χρήμα (и здесь – деньги).

Πήρα, μα εσύ πώς το ξέρεις; Ποιος είσαι και μιλάς έτσι παράξενα; Τότε ο Διαμαντής πλησίασε, πήρε το μπαστούνι και το άνοιξε. Έβγαλε από μέσα τις εκατό λίρες και τις έδωσε στον άρχοντα.

Με γνώρισες τώρα, άρχοντα μου; Εγώ το χρέος μου σε το γύρισα στην ώρα μου κι ας έλεγες εσύ πως έχασες τις λίρες σου. Με τις εκατό λίρες που μου δάνεισες έβγαλα θησαυρό ολάκερο. Και με το θησαυρό έβγαλα κι άλλα κι άλλα κι έγινα πιο πλούσιος κι από σένα. Γιατί είχα κι απ' αυτό – μυαλό – κι από τούτο – χρήμα.

Αυτά είπε ο Διαμαντής στον άρχοντα (это сказал Диамантис богачу) κι από τότε έγιναν συνέταιροι (и с тех пор стали /они/ сотоварищами = партнёрами) κι έζησαν αυτοί καλά και πλούσια (и жили они хорошо и богато) τα χρόνια που τους έμειναν (годы, которые им оставались) κι εμείς καλύτερα και πλουσιότερα (и мы лучше и богаче).

Αυτά είπε ο Διαμαντής στον άρχοντα κι από τότε έγιναν συνέταιροι κι έζησαν αυτοί καλά και πλούσια τα χρόνια που τους έμειναν κι εμείς καλύτερα και πλουσιότερα.